- εξαγνισμός
- Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην έμμηνο ρύση τους θεωρούνται ακάθαρτες) είτε σε πνευματικά γεγονότα (π.χ. η παραβίαση ενός νόμου). Η μίανση αυτή συγκεκριμενοποιείται, κατά κάποιον τρόπο, ώστε να είναι δυνατή και η εξάλειψή της. Τυπικές διαδικασίες ε. είναι η τομή, η αφαίμαξη, η απόπλυση και, τέλος, η λειτουργικότητα του αποδιοπομπαίου τράγου.
Η τομή και η αφαίμαξη εξαγνίζουν με την εκβολή του αίματος, μέσα στο οποίο θεωρείται ότι υπάρχει διάχυτη η μίανση. Στις ίδιες αντιλήψεις οφείλονται και η πρόκληση εξέμεσης ή και το φτύσιμο σάλιου, που θεωρούνται μέσα για την αποβολή του μιάσματος. Η απόπλυση εξουδετερώνει την ακαθαρσία που έχει ήδη υλοποιηθεί μέσα στο μίασμα.
Ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι εβραϊκής επινόησης. Οι Εβραίοι συνήθιζαν να μεταθέτουν τις αμαρτίες σε έναν τράγο, τον οποίο στη συνέχεια καταδίωκαν στην έρημο. Ως αποδιοπομπαίος τράγος μπορεί να θεωρηθεί οποιοδήποτε ζώο ή ακόμα και ένας άνθρωπος. Στον τελευταίο, κατά τη διάρκεια τελετής, μετατίθεται η ακαθαρσία που βαρύνει άλλους και για τον λόγο αυτόν τον υποβάλλουν αντί εκείνων σε κάθαρση.
* * *ο [εξαγνίζω]εξιλέωση, αποκάθαρση από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα («εξαγνισμός τού φόνου»).
Dictionary of Greek. 2013.